συμπολιτειακός

συμπολιτειακός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη συμπολιτεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπολιτειακός — ή ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμπολιτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπολιτεία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”